- βρέφος
- βρέφοςbabe in the wombneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… … Dictionary of Greek
βρέφος — το το νεογέννητο, το μωρό: Τα βρέφη χρειάζονται απαραίτητα τη μητέρα τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θείον Βρέφος — Όρος της χριστιανικής θεολογίας που χαρακτηρίζει τον Ιησού σε νηπιακή ηλικία. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη ζωγραφική και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, προκειμένου για πίνακες ή φορητές εικόνες, που απεικονίζουν τον Ιησού με την Παναγία. «Η Παναγία … Dictionary of Greek
βρέφει — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc dual (attic epic) βρέφεϊ , βρέφος babe in the womb neut dat sg (epic ionic) βρέφος babe in the womb neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρέφη — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίοιν — βρέφος babe in the womb neut gen/dat dual βρεφύλλιον neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίοις — βρέφος babe in the womb neut dat pl βρεφύλλιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίου — βρέφος babe in the womb neut gen sg βρεφύλλιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίων — βρέφος babe in the womb neut gen pl βρεφύλλιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρεφυλλίῳ — βρέφος babe in the womb neut dat sg βρεφύλλιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)